ΠΡΩΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ, του Ρίλκε
Από τις τάξεις των αγγέλων ποιος,
ποιος θα μ' άκουε, αν έκραζα;
Που αν ένας τους πάνω του μ' έσφιγγε
τέτοια η δύναμη, η ύπαρξη του.
Γιατί η ομορφιά δεν είναι
παρά η αρχή, η ασήκωτη, τού τρομερού.
Μοναχά θαυμάζεται. Έτσι γαλήνια,
ατάραχη και δεν μας συντρίβει.
Κάθε άγγελος τρομερός.
Κρατάω ακόμα, δολερό κάλεσμα,
σκοτεινά καταπίνοντας αναφιλητά.
Ποιο καταφύγιο;
Μήτε άγγελοι, μήτε άνθρωποι,
μέχρι και τα ζώα σοφά
και νοιώθουν αβέβαιη την κατοικία μας,
στον κόσμο αυτόν, τον φανερωμένο εδώ.
Ένα δέντρο μόνο, κατηφορίζοντας,
να βλέπουμε ξανά και ξανά,
αυτό μένει ή ο δρόμος ο χθεσινός
κι' η ξεφτισμένη πίστη
σε μια συνήθεια πού τής άρεσε
κι' έμεινε και πια δεν έφυγε.
Κι' η νύχτα μένει, ω η νύχτα,
όταν άνεμος γεμάτος άπειρο
τρώει τα πρόσωπα,
νύχτα όλο πόθο και διάψευση γλυκιά,
των μοναχικών, νύχτα βαρειά.
Νά 'ναι για όσους αγαπούν πιο ελαφριά;
Ο ένας στον άλλο μέσα κρύβουν τη μοίρα τους.
Αυτό μόνο. Δεν έμαθες ακόμα;
Εκεί πού η ανάσα φαρδιά στον χώρο μέσα,
εκεί το κενό απόθεσε απ' την αγκάλη σου.
Εκεί τον διάπλατο αέρα τα πουλιά,
με μύχιο να νιώσουν πέταγμα.
Ναι, σε χρειάζονταν η άνοιξη.
Αστέρια που σκιρτούσαν
για ένα σου κοίταγμα ,
ένα κύμα που εσηκώθη απ' τα περασμένα,
ή που στο διάβα σου από παράθυρο ανοιχτό,
ένα βιολί δινόταν μοναχό.
Όλα ένα πρόσταγμα.
Όμως το πήγες ως το τέλος;
Ή μήπως όλα ετούτα ένα προμήνυμα
για μιαν αγάπη που θα 'ρχόταν
κι' έτσι σκόρπιος
δόθηκες στην προσμονή;
(Κι' άραγε πού θε να 'βρισκες
για τέτοιες κρυψώνες χώρο,
που οι νύχτες σου μεγάλες
από άλλο στοχασμό;)
Αν όμως καίγεσαι για έρωτα,
τραγούδησε τον,
ακόμα αθάνατος δεν είναι.
Εκείνον που πιό πολύ φθονείς,
που πιό δυνατός και χωρίς ησυχασμό,
τον εγκατάλειπο έρωτα,
αξεπέραστα, ξανά και ξανά ψάλλε.
Στοχάσου: ο ήρωας αθάνατος
κι' η πτώση του μια πρόφαση μοναχά,
για την έσχατη γέννηση του.
Όμως πίσω δεν γυρίζουν όσοι αγαπούν,
η φύση τους ρουφά
κι η δύναμη λιγοστή να γεννηθούν ξανά.
Τραγούδησες ποτέ σου τάχα
μιά Γκάσπαρα Στάμπα,
που εικόνισμα να γίνει ακριβό,
για τα κορίτσια δίχως άντρα,
που ξέμειναν κι είδωλα της γίναν;
Αυτοί οι αρχαίοι πόνοι
θα βγάλουν άραγε κάποτε χυμό;
Καιρός λυτρωμένοι πια από αγάπη,
ν' αγαπάμε
και σπαράζοντας να νικάμε,
όπως νικάει
το βέλος τη χορδή,
αναδιπλώνεται, πετάει
πέρα απ' το σύνορο του πάει,
κάθε φορά που μια υπέρβαση ποθεί.
Γιατί όλα προχωρούν κι ουδέν μένει.
Φωνές, φωνές καρδιά μου άκουγε,
που μόνο άγιοι άκουαν,
που κάλεσμα γιγάντιο
τους εσήκωνε απ' τη γη
κι' όμως αυτοί γονατιστοί,
ατάραχοι. Ακατόρθωτοι. Έτσι άκουαν.
Κι όχι που θ' άντεχες φωνή θεού, όχι.
Μόνο την πνοή άκουγε,
μήνυμα άπαυτο
απ' της σιωπής τη σάρκα.
Των πεθαμένων το ζεστό βουητό.
Στης Ρώμης και της Νάπολης
τις εκκλησιές μπαίνοντας
η μοίρα τους σου μίλαγε σιγαληνά.
Ή μια επιγραφή ανάγλυφη αλλού,
όπως πρόσφατα η πλάκα,
στη Σάντα Μαρία Φορμόζα.
Τι να ζητούν, τι από μένα θέλουν;
Χρέος μου την εντύπωση του άδικου,
αθόρυβα ν' απαλείψω
που εμποδίζει ξάφνου
την κίνηση την ελεύθερη
του πνεύματος τους.
Παράξενο τη γη πια να μην την κατοικείς,
έξεις που μόλις ένιωσες να μην ακολουθείς,
σε ρόδα και σε άλλα
πράγματα υποσχετικά
σημασία μέλλοντος ανθρώπινου
να μη δίνεις πια.
Αυτό που υπήρξες
μες την ατέλειωτη αγωνία των χεριών,
να μην είσαι άλλο πια
κι ακόμα το ίδιο σου το όνομα,
παιχνίδι χάλασμα να παρατάς.
Παράξενο, πέρα να είσαι απ' την επιθυμία.
Παράξενο, κάθε τι που είχε πρώτα συνοχή,
απολυμένο μες στον χώρο να φτεροκοπά.
Μα και νεκρός να 'σαι, κόπο έχει,
απέραντο κενό να γεμίσεις
μέχρι που σιγά - σιγά
λίγο από αιωνιότητα ν' ακουμπήσεις.
Όμως οι αυστηρές διακρίσεις
πάντα των ζωντανών είναι σφάλμα.
Οι άγγελοι, λένε, δεν ήξεραν, ανάμεσα
νεκρών ή ζωντανών αν βάδιζαν.
Τα δύο βασίλεια διασχίζοντας,
αέναο ρεύμα παρασέρνοντας
συμφερόμενους τους καιρούς όλους,
σ' έναν υπέρηχο και των δυο.
Αυτοί, τέλος, που έφυγαν νωρίς,
ανάγκη δεν μας έχουν καμμιά,
αποτραβιέται κανείς από τα γήινα
ήρεμα, όπως απ' της μητέρας τον μαστό
μεγαλώνοντας μετά.
Αλλά. εμείς, που απέραντη
η ανάγκη μας για μυστήριο,
που μέχρι κι' η λύπη γόνιμη,
θα υπήρχαμε άραγε χωρίς αυτούς;
Να πήγε ο μύθος μάταια,
πως κάποτε, στον θρήνο για τον Λίνο,
η πρώτη τόλμησε μουσική
στου πάγου την επιφάνεια τη σκληρή
πέρασμα να βρεί,
πως για πρώτη φορά
στον τρομαγμένο χώρο μέσα,
απ' όπου έφυγε ξαφνικά,
σχεδόν θεϊκός, ο έφηβος παντοτινά,
εταράχθη τόσο το κενό,
πού 'γίνε περιδίνηση κι' έπειτα γόος
και μέχρι σήμερα πηγή παρηγοριάς
στήριγμα στον εαυτό μας.
Μετ. Μαρία Μπούκουρα
No comments:
Post a Comment