Thursday, September 30, 2010

Doukissa - Eirtha ki apopse sta skalopatia sou (Here I am again tonight ...

ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΠΟΥ ΠΑΣ ΧΩΡΙΣ ΑΓΑΠΗ



Η Δούκισσα πέθανε σήμερα.

A Farewell to False Love - Sir Walter Raleigh



Farewell false love, the oracle of lies,
A mortal foe and enemy to rest,
An envious boy, from whom all cares arise,
A bastard vile, a beast with rage possessed,
A way of error, a temple full of treason,
In all effects contrary unto reason.

A poisoned serpent covered all with flowers,
Mother of sighs, and murderer of repose,
A sea of sorrows whence are drawn such showers
As moisture lend to every grief that grows;
A school of guile, a net of deep deceit,
A gilded hook that holds a poisoned bait.

A fortress foiled, which reason did defend,
A siren song, a fever of the mind,
A maze wherein affection finds no end,
A raging cloud that runs before the wind,
A substance like the shadow of the sun,
A goal of grief for which the wisest run.

A quenchless fire, a nurse of trembling fear,
A path that leads to peril and mishap,
A true retreat of sorrow and despair,
An idle boy that sleeps in pleasure's lap,
A deep mistrust of that which certain seems,
A hope of that which reason doubtful deems.

Sith* then thy trains my younger years betrayed, [since]
And for my faith ingratitude I find;
And sith repentance hath my wrongs bewrayed*, [revealed]
Whose course was ever contrary to kind*: [nature]
False love, desire, and beauty frail, adieu.
Dead is the root whence all these fancies grew.

Friday, September 10, 2010

Φτελιά - Σύλβια Πλαθ




Εγώ τον ξέρω τον βυθό, λέει. Τον έχω γνωρίσει με την πιό βαθειά μου ρίζα:
Είναι αυτό που φοβάσαι.
Εγώ δεν το φοβάμαι: Εχω βρεθεί εκεί.

Να' ναι η θάλασσα που αφουγκράζεται μέσα μου;
Η πικρία της;
Η ή φωνή του κενού, που πάντα σε τρέλλαινε;

Ο έρωτας είναι μιά σκιά.
Πως ψεύδεσαι και θρηνείς στο κατόπι του
Ακου: αυτές είναι οι οπλές του: έφυγε τρέχοντας, σαν άλογο.

Ετσι κι' εγώ όλη την νύχτα θα καλπάζω ορμητικά,
Μέχρι να γίνει πέτρα το κεφάλι σου, το μαξιλάρι σου ένας μικρός ιππόδρομος,
Που θ' αντηχεί, που θ' αντηχεί.

Η θα' θελες να σου' φερνα του φαρμακιού τον ήχο;
Τώρα ακούγεται η βροχή, αυτή η απέραντη σιωπή.
Κι' αυτός είναι ο καρπός της: λευκός σαν δηλητήριο.

Εγώ έχω υποστεί τις θηριωδίες της δύσεως.
Καμένη ως τη ρίζα
Τα πυρακτωμένα ηλεκτρικά μου νήματα καιόμενα, ορθά, ένα συρμάτινο χέρι.

Τώρα γίνομαι κομμάτια, ραβδιά που εκτινάσσονται.
Ανεμος τέτοιας βιαιότητας
Δεν θα ανεχτεί παρατηρητές: Πρέπει να ουρλιάξω.

Η άγονη σελήνη, είναι κι' αυτή ανελέητη
Ασπλαχνα θα μ' έφερνε κοντά της,
Η λάμψη της με τραυματίζει. Η μπορεί να την έχω εγώ αιχμαλωτίσει.

Την αφήνω να φύγει. Την αφήνω να φύγει.
Φθίνουσα κι' επίπεδη, σαν να' χει υποστεί ριζική επέμβαση.
Πως μ' έχεις έτσι προικίσει με τους εφιάλτες σου που με κατέχουν.

Με κατοικεί μιά κραυγή.
Κάθε βράδυ φτεροκοπά προς τα έξω
Ψάχνοντας, με τ' αγκίστρια της, κάτι ν' αγαπήσει.

Πως με τρομάζει αυτό το σκοτεινό πράγμα
Που μέσα μου κοιμάται
Ολημερίς νοιώθω τις απαλές, ανάλαφρες δονήσεις τους, τη μοχθηρία του.

Σύννεφα περνούν και διασκορπίζονται.
Αυτά είναι τα πρόσωπα του έρωτα, αυτά τα χλομά κι' αλύτρωτα;
Γι' αυτά λοιπόν ταράζεται η καρδιά μου;

Είμαι ανίκανη γιά περισσότερη γνώση.
Τι είναι αυτό, αυτό το πρόσωπο
Τόσο δολοφονικό μέσα στο βρόχο των κλαδιών του;

Με τα φιδίσια οξέα του φιλιά.
Μαρμαρώνει τη θέληση. Αυτά είναι τα απομονωμένα, αργόσυρτα σφάλματα
Που σκοτώνουν, σκοτώνουν, σκοτώνουν.




Μετάφραση Κατερίνα & Ελένη Ηλιοπούλου

Tuesday, September 07, 2010

photographs - Barbara Guest


Ιn the past we listened to photographs. They heard our voice speak.
Alive, active. What had been distance was memory. Dusk came,
Pushed us forward, emptying the laboratory each night undisturbed by
Erasure.

In the city of X, they lived together. Always morose, her lips
soothed him. The piano was arranged in the old manner, light entered the
window, street lamps at the single tree.

Emotion evoked by a single light on a subject is not transferable to
photographs of the improved city. The camera, once
commented freely amid rivering and lost gutters of treeless parks or avenue.
The old camera refused to penetrate the unknown. Its heart was soft,
unreliable.

Now distributed is photography of new government building. We are
forbidden to observe despair silent in old photographs.

Reckless the end