Wednesday, June 15, 2016

Εσύ - Χόρχε Λουίς Μπόρχες



Μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε, μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε σ’ ολόκληρη τη γη.
Υποστηρίζοντας το αντίθετο, κάνεις απλώς στατιστική, μια ανέφικτη προέκταση.
Ανέφικτη, σα να εξισώνεις τη μυρουδιά της βροχής με το χτεσινοβραδινό σου όνειρο.
Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Οδυσσέας, ο Άβελ., ο Κάιν, ο πρώτος άνθρωπος που ταξινόμησε τους αστερισμούς, κείνος που ύψωσε την πρώτη πυραμίδα, αυτός που έγραψε τα εξάστιχα του βιβλίου των Αλλαγών, ο σιδεράς που χάραξε τα ρουνικά στο σπαθί του Χένγκιστ, ο τοξότης Ειναρ Ταμπάρσκελβερ, ο Λουίς δε Λεόν, ο βιβλιοπώλης που γέννησε τον Σάμιουελ Τζόνσον, ο κηπουρός του Βολταίρου, ο Δαρβίνος στην πλώρη του Beagle, ένας Εβραίος στο θάλαμο αερίων και, με τον καιρό, εσύ και εγώ.
Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στην Τροία, στον Μέταυρο , στο Χέηστινγκς, στο Άούστερλιτς, στο Τραφάλγκαρ, στο Γκέτττισμπεργκ.
Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στα νοσοκομεία, στα καράβια, σ’ αβάσταχτη ερημιά ή στην κρεβατοκάμαρα της ρουτίνας και των ερώτων .
Μονάχα ένας άνθρωπος κοίταξε την απέραντη αυγή.
Μονάχα ένας άνθρωπος αισθάνθηκε στον ουρανίσκο του τη δροσεράδα του νερού, τη γεύση των καρπών και της σάρκας.
Μιλάω για τον έναν, τον μοναδικό, αυτόν τον πάντα μόνο.

τα πράγματα - Χόρχε Λουίς Μπόρχες



Το μπαστούνι, μια αρμαθιά κλειδιά, κάτι κέρματα,
η απαλή κλειδαριά,  κάτι τελευταίες
σημειώσεις που δεν θα ξαναδιαβαστούν
τις λίγες μέρες που μου απομένουν, η τράπουλα,
η σκακιέρα, ένα βιβλίο και κάπου στα φύλλα του
η ξεραμένη βιολέτα - ενθύμιο κάποιας βραδιάς
αλησμόνητης ασφαλώς αλλά ήδη ξεχασμένης-
στη δύση ο κόκκινος καθρέφτης πυρπολώντας
ένα δειλινό της φαντασίας, Τόσα και τόσα πράγματα,
ομπρέλες, πίπες, άτλαντες, φλιτζάνια, μπιχλιμπίδια
που δουλεύουν για χάρη μας σαν αμίλητοι σκλάβοι,
τυφλά και απολύτως βουβά!
Θα επιζήσουν πέρα από την λήθη μας
δίχως να ξέρουν πως έχουμε υπάρξει.

Everness - Χόρχε Λουίς Μπόρχες



Μόνο ένα πράγμα δεν υπάρχει: η λησμονιά
ο Θεός σώζει το μέταλλο και μαζί τη σκουριά
κι' εναποθέτει στις προφητικές του μνήμες
περασμένες και μελλούμενες σελήνες.

Τα πάντα έχουν κιόλας γίνει. Η μαρμαρυγή
που η μορφή σου στους καθρέφτες έχει σκορπίσει
ανάμεσα στο σούρουπο και τη χαραυγή
και οι αντανακλάσεις που ακόμα μέλλεται ν' αφήσει.

Κι' όλα αυτά είναι μέρος του πολύμορφου κρύσταλλου
τούτης της μνήμης - του σύμπαντος 
δεν έχουν τέλος οι πολυδαίδαλοι διάδρομοι

και οι πόρτες κλείνουν μόλις τις περάσεις
μονάχα από την άλλη πλευρά του δειλινού
θ' αντικρύχεις τα Αρχέτυπα και τις Λάμψεις.

Tuesday, June 07, 2016


η αγάπη είναι ο φόβος, Μανόλης Αναγνωστάκης



Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους
Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα
Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση
Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων
Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;
Ξέρει νὰ σφίγγει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε
Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;
(κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα
βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους μεγάλωσαν
πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας
διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)
Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ
Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα
Καὶ μία στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα
Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις
Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις
Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου
Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μίαν ἐπικαιρότητα
Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις
Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.
Μὰ ποιὸς θὰ ῾ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;


Η ΒΑΛΙΤΣΑ, Τάσος Ποταμιάνος, Περιοδικό Λέξη, Μάϊος-Ιούλιος 2001

Τή χρονιά πού τέλειωνα τό γυμνάσιο, όποτε έβρισκα καιρό, κατέβαινα στο κέντρο της πόλης και έψαχνα τα μαγαζιά που πούλαγαν βαλίτσες.

Μόλις έβλεπα ένα μπροστά μου, έμπαινα μέσα και άρχιζα να περιεργάζομαι το εμπόρευμα. Επιθεωρούσα επιμελώς όλα τα είδη, βαλίτσες, σακκίδια, σάκκους στρατιωτικούς και σάκκους εκστρατείας, τσάντες, αεροπορικά βαλιτσάκια, σάκ βουαγιάζ με ροδάκια, τα έπιασα να νιώσω την υφή τους, τα υλικά που ήτανε φτιαγμένα, υφασμάτινα, δερμάτινα, πλαστικά, νάυλον, κοίταζα τα χρώματα, συνήθως τα πιό πολλά είναι σκούρα, μαύρο, λαδί, καφέ, γκρί σκούρο, βαθύ μπλέ, βαθύ κόκκινο και πιο σπάνια ανοιχτόχρωμα και λίγο φανταιζί, φούξια, ροζ, γαλάζιο.

Επειτα πρόσεχα τα σχήματα, τις φόρμες, τα σχέδια, τις ραφές, ύστερα το μέγεθος να φανταστώ την περιεκτικότητά τους, άλλα πιο μεγάλα, χωρούν όμως λιγότερα πράγματα, άλλα πιο μικρά, φτιαγμένα όμως από υλικά πιο μαλακά, χωράνε περισσότερα. Υστερα μελετούσα τα κουμπώματα, φερμουάρ, κλειδώματα και κλειδαριές, λουκέτα με κωδικούς, λαβές και πλαϊνές ασφάλειες.

Πολλές φορές με πλησίαζαν οι πωλητές να με ρωτήσουν αν χρειάζομαι βοήθεια. Δεν έχανα τότε κι εγώ την ευκαιρία, κι έπιανα αμέσως την κουβέντα, ρωτούσα για τύπους βαλιτσών, μάρκες, χώρες προελεύσεως, τελευταία μοντέλα. Μα αν τύχαινε να με ρωτήσουν τι την θέλω την βαλίτσα, τι θέλω να βάλω μέσα, πάγωνα. Κι όταν προσπαθούσα να τους πω, ν’ απαριθμήσω τα πράγματα που ήθελα να βάλω στη βαλίτσα, μ’ έπιανε κρύος ιδρώτας, δύσπνοια, άρχιζα να κοκκινίζω, οπότε ο πωλητής έτρεχε να μου φέρει μιά καρέκλα και ένα ποτήρι νερό, χωρίς να μπορεί να καταλάβει γιατί τέτοια ταραχή. Μετά ζητούσα συγγνώμη, έφευγα και κατευθυνόμουν σ’ άλλο βαλιτσάδικο και έπειτα σε άλλο.

Πάει καιρός που ήθελα ν’ αγοράσω μιά βαλίτσα. Δεν είχα όμως βρεί ακόμα αυτήν που ονειρευόμουν, αν και νομίζω πως πρέπει να ‘χα γυρίσει όλα σχεδόν τα βαλιτσάδικα του κέντρου. Το πρόβλημά μου ήταν ότι η βαλίτσα που θα ‘παιρνα του χρόνου που θα ‘φευγα μετανάστης στους συγγενείς στην Αυστραλία, έπρεπε να χωράει ακριβώς τα είκοσι πράγματα που ήθελα να πάρω μαζί μου. Δεν έπρεπε να είναι ούτε πιο μικρή και μείνει τίποτα απ’ έξω, ούτε πιο μεγάλη, οπότε τα πράγματα θα έπλεαν και έτσι θα αναγκαζόμουν να την γεμίσω με άλλα περιττά και εντελώς άχρηστα.

Ηξερα πως η βαλίτσα που χρειάζομαι για το μεγάλο μου ταξίδι, πρέπει να χωράει τα εξής είκοσι πράγματα:

1. Εναν γυάλινο βώλο
2. Ενα τεύχος του Μικρού Ήρωα
3. Τρία χαρτάκια από τσίχλες με τις φωτογραφίες των: Σιδέρη, Δομάζου Παπαϊωάννου
4. Ενα σπασμένο και κλεμμένο σηματάκι της Μερσεντές
5. Μία φιγούρα του Καραγκιόζη
6. Ενα καπάκι μπουκαλιού μπύρας ΦΙΞ
7. Την τρόμπα του ποδηλάτου μου
8. Ενα σακούλι τσιπς από το περίπτερο
9. Ενα πόστερ του Τζίμυ Χέντριξ
10. Τη σελίδα με τη ζωγραφιά της εκκλησίας απ’ τ’ αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού
11. Το προσκοπικό μου μαντήλι
12. Μιά γόμα μισή ροζ μισή γαλάζια
13. Ενα τρανζιστοράκι που να λέει το ματς της Κυριακής
14. Την πετονιά μου με τ’ αγκίστρια
15. Ενα δίσκο 45 στροφών με το Eleanor Rigby των Μπήτλς
16. Ενα ζευγάρι κορδόνια απ’ τα παπούτσια μου του μπάσκετ
17. Ενα πακέτο Καρέλια
18. Το χαμόγελο της Τζοκόντα του Χατζιδάκι
19. Ενα κεράκι της Λαμπρής

Κι όλα αυτά τα δεκαεννιά τα πράγματα κάπως βολευόντουσαν, όλο και κάποιο σακκούλι θα ‘βρισκα να τα χωρέσω. Ομως εκείνο που δεν κατάφερνα με τίποτα, ποτέ και πουθενά να το βολέψω, είναι εκείνο το εικοστό, αυτό το τελευταίο πράγμα που ήθελα να βάλω στη βαλίτσα και που ακόμα σήμερα δεν ξέρω που να το χωρέσω και που ίσως να ‘ναι και το μόνο που θα θελήσω να πάρω μαζί μου όταν ΄ρθει η ώρα μου για το άλλο μου ταξίδι το μακρύ, το τελευταίο, είναι εκείνες που φορούσε πάντοτε στο σπίτι, αυτές οι νούμερο τριανταεφτά μισό οι πορτοκαλιές οι γόβες της μαμάς μου.

Ποιητική


-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.
-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις
Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.

Wednesday, June 01, 2016

Είσαι σαν κάποια γη - Cesare Pavese



Είσαι σαν κάποια γη
που κανένας ποτέ δεν ονόμασε.
Δεν περιμένεις τίποτα
μόνο την λέξη
που θ' αναβλύσει από το βάθος
σαν καρπός στα κλαριά.
Ενας άνεμος σε προλαβαίνει.
Στεγνά και μαραμένα πράγματα
σε κατακλύζανε και φεύγουν με τον άνεμο.
Μέλη και λόγια αρχαία. 
Τρέμεις μέσα στο καλοκαίρι.