Σε κάποια μυστικά σημεία της πόλης υπήρχαν σπασμένες ομορφιές. Τις είχε ξεχάσει ο σύγχρονος πολιτισμός μα στην πραγματικότητα εκείνες ήταν τα όριά του. Αποτελούσαν τον ορίζοντα του παρελθόντος του, πέρα από τον οποίο κανένα βλέμμα δεν μπορούσε ν’ αγγίξει την ιστορία. Κάθε φορά που το βλέμμα σου αντίκριζε τις σπασμένες ομορφιές ένιωθες μέσα σου την ανάγκη της ύπαρξής τους. Ήταν τα πρώτα αναμμένα κεριά και δεν είχαν σβήσει ακόμα μέσα στο σκοτάδι της πόλης.
Μέσα στον ήλιο, το λευκό του λάβωνε τα μάτια των ανθρώπων. Οι σπασμένες ομορφιές είχαν χάσει τα παλαιά τους χρώματα. Πάνω τους δεν είχαν παρά το βάρος, το ασήκωτο βάρος του χρόνου. Ήταν κομμάτια αθανασίας ριγμένα στο πέλαγος του εφήμερου και κοίταζαν τον κόσμο να βρέχει πάνω στις πληγές των ανθρώπων. Δεν έκλαιγαν όμως. Μόνο τα χείλη τους φορούσαν ένα ραγισμένο χαμόγελο που δε σήμαινε τίποτα πια. Τα γεγονότα είχαν περάσει και ήταν τα μόνα ίχνη που είχαν αφήσει. Όλοι είχαν ξεχάσει εκτός από τις σπασμένες ομορφιές.
Δεν ήθελαν να ενοχλήσουν τον κόσμο όμως η ύπαρξή τους ενοχλούσε. Δεν ήθελαν να αποδείξουν τίποτα όμως η ύπαρξή τους ήταν μια απόδειξη. Έβλεπαν τη μίμηση του κόσμου και παρέμεναν μνήμες. Κανείς δεν μπορούσε να ακούσει τη μουσική της σιωπής. Κι όμως τα κομμάτια έπαιζαν σαν τα κύματα στο περιγιάλι το κρυφό. Μικρές θάλασσες μέσα στην έρημο της μοναξιάς αντιστέκονταν για τη μνήμη του γαλάζιου. Κάποτε οι άνθρωποι θα ανακάλυπταν την κρυφή τους αξία όμως προς το παρόν δεν μπορούσαν να δουν τίποτα άλλο από τη θυσία τους. Η ανάσταση τους είχε σπάσει τα όρια του χρόνου και κανείς πια δεν ήξερε από ποια εποχή είχαν έρθει οι σπασμένες ομορφιές. Σίγουρα υπήρχε μια εποχή του θρύλου. Και τότε έδωσαν τη μάχη τους, οι σπασμένες ομορφιές. Όμως κανείς δεν ήξερε ποιος αναδείχτηκε ο νικητής και πού βρίσκονταν οι χαμένες πατρίδες. Μόνον οι σπασμένες ομορφιές ήξεραν το παρελθόν. Μόνο οι σπασμένες ομορφιές ήξεραν το μέλλον.
από εδώ
Μέσα στον ήλιο, το λευκό του λάβωνε τα μάτια των ανθρώπων. Οι σπασμένες ομορφιές είχαν χάσει τα παλαιά τους χρώματα. Πάνω τους δεν είχαν παρά το βάρος, το ασήκωτο βάρος του χρόνου. Ήταν κομμάτια αθανασίας ριγμένα στο πέλαγος του εφήμερου και κοίταζαν τον κόσμο να βρέχει πάνω στις πληγές των ανθρώπων. Δεν έκλαιγαν όμως. Μόνο τα χείλη τους φορούσαν ένα ραγισμένο χαμόγελο που δε σήμαινε τίποτα πια. Τα γεγονότα είχαν περάσει και ήταν τα μόνα ίχνη που είχαν αφήσει. Όλοι είχαν ξεχάσει εκτός από τις σπασμένες ομορφιές.
Δεν ήθελαν να ενοχλήσουν τον κόσμο όμως η ύπαρξή τους ενοχλούσε. Δεν ήθελαν να αποδείξουν τίποτα όμως η ύπαρξή τους ήταν μια απόδειξη. Έβλεπαν τη μίμηση του κόσμου και παρέμεναν μνήμες. Κανείς δεν μπορούσε να ακούσει τη μουσική της σιωπής. Κι όμως τα κομμάτια έπαιζαν σαν τα κύματα στο περιγιάλι το κρυφό. Μικρές θάλασσες μέσα στην έρημο της μοναξιάς αντιστέκονταν για τη μνήμη του γαλάζιου. Κάποτε οι άνθρωποι θα ανακάλυπταν την κρυφή τους αξία όμως προς το παρόν δεν μπορούσαν να δουν τίποτα άλλο από τη θυσία τους. Η ανάσταση τους είχε σπάσει τα όρια του χρόνου και κανείς πια δεν ήξερε από ποια εποχή είχαν έρθει οι σπασμένες ομορφιές. Σίγουρα υπήρχε μια εποχή του θρύλου. Και τότε έδωσαν τη μάχη τους, οι σπασμένες ομορφιές. Όμως κανείς δεν ήξερε ποιος αναδείχτηκε ο νικητής και πού βρίσκονταν οι χαμένες πατρίδες. Μόνον οι σπασμένες ομορφιές ήξεραν το παρελθόν. Μόνο οι σπασμένες ομορφιές ήξεραν το μέλλον.
από εδώ
No comments:
Post a Comment